ευπετάλεια

ευπετάλεια
εὐπετάλεια, ἡ (Α) [ευπέταλος]
βλ. ευπέταλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ευπέταλος — εὐπέταλος, ον, θηλ. και εὐπετάλεια (Α) 1. (για φυτό) αυτός που έχει ωραία πέταλα, ή φύλλα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐπέταλον είδος δάφνης 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ εὐπέταλος πολύτιμος λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πέταλον (πρβλ. ελικο πέταλος, υψι πέταλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”